κεραυνοβολάω

κεραυνοβολάω
κεραυνοβολάω / κεραυνοβολώ (παρατατ. -ούσα), κεραυνοβόλησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνοβολώ — κεραυνοβολώ, κεραυνοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κεραυνοβολάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κεραυνοβολώ — και κεραυνοβολάω κεραυνοβόλησα, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω, αποστομώνω: Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”